απεργοσπάστης

απεργοσπάστης
ο
θηλ. -άστρια εργάτης που σε καιρό απεργίας προσλαμβάνεται στη θέση απεργού ή εργάτης που δε συμμετέχει στην απεργία: Οι απεργοί δεν άφησαν τους απεργοσπάστες να δουλέψουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απεργοσπάστης — ο (θηλ. στρια) 1. ο εργάτης ή ο υπάλληλος που σε καιρό απεργίας προσφέρεται ή ορίζεται από τον εργοδότη να αντικαταστήσει απεργό 2. εργάτης ή υπάλληλος που δεν μετέχει σε απεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απεργία + σπάστης < σπω. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”